- καντίνι
- το1. η χορδή ενός μουσικού οργάνου που δίνει τον λεπτότερο ήχο2. φρ. α) «είναι στο καντίνι» — είναι έτοιμοςβ) «είναι ντυμένος στο καντίνι» — είναι άψογα ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantino < ρ. cantare «τραγουδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.