καντίνι

καντίνι
το
1. η χορδή ενός μουσικού οργάνου που δίνει τον λεπτότερο ήχο
2. φρ. α) «είναι στο καντίνι» — είναι έτοιμος
β) «είναι ντυμένος στο καντίνι» — είναι άψογα ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantino < ρ. cantare «τραγουδώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καντίνι — το (λ. ιταλ.), χορδή μουσικού οργάνου, που αποδίδει το λεπτότερο και οξύτερο ήχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαούτο — Έγχορδο μουσικό όργανο με δακτυλική εκτέλεση. Το ηχείο του έχει σχήμα αχλαδιού σε κάθετη τομή, η επίπεδη πλευρά του οποίου παρουσιάζει στη μέση μια οπή, που συνήθως είναι διακοσμημένη με λεπτά σκαλίσματα και ονομάζεται ροζέτα. Η λαβή –κατά μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”